φλοριζινικός — και παλ. γρφ. φλωριζινικός, ή, ό, Ν [φλοριζίνη] 1. (βιοχ. φαρμ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοριζίνη 2. φρ. «φλοριζινική σακχαρουρία» ιατρ. τεχνητά προκαλούμενος διαβήτης για πειραματικούς σκοπούς, με τη χρήση φλοριζίνης … Dictionary of Greek
φλοραμίνη — και παλ. τ. φλωραμίνη, η, Ν χημ. οργανική χημική ένωση, γνωστή ως 5 αμινο 1, 3 διυδροξυ βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloramine < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + amine (βλ. αμίνη)] … Dictionary of Greek
φλορετίνη — η, Ν (βιοχ.) εστέρας τού φλορετινικού οξέος με την φλωρογλυκίνη, ο οποίος αποτελεί το άγλυκο συστατικό τής φλοριζίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloretin < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + retine (< ρητίνη «ρετσίνη»)] … Dictionary of Greek
φλορογλυκίνη — και παλ. τ. φλωρογλυκίνη, η, Ν χημ. κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, τριφαινόλη, γνωστή και ως φλωραμίνη, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τών χρωμάτων και ως αντιδραστήριο στην αναλυτική χημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
φλωριζίνη — η, Ν βλ. φλοριζίνη … Dictionary of Greek